- κυλίνδριον
- κῠλίνδρ-ιον, τό, Dim. of κύλινδρος, Archim.Aren.1.14, Ptol.Alm.5.1, Iamb.Protr.3, Procl.Hyp.6.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυλίνδριον — κυλίνδριον, τὸ (Α) βλ. κυλίνδρι … Dictionary of Greek
κυλίνδριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδρίοις — κυλίνδριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδρίου — κυλίνδριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδρίων — κυλίνδριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλινδρίῳ — κυλίνδριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρια — κυλίνδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδρι — και κυλίνδριν, το (Α κυλίνδριον) νεοελλ. ειδικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται για ισοπέδωση εδάφους και για πίεση επιστρώσεώς του αρχ. μικρός κύλινδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + κατάλ. ι(ο)(ν)] … Dictionary of Greek